- ντεσπρέζιον
- ντεσπρέζιον, τὸ (Μ)1. περιφρόνηση, ατίμωση2. ενέργεια που δείχνει ή προκαλεί περιφρόνηση ή εξευτελισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desprezzo ή ιταλ. dispregio «περιφρόνηση» < λατ. desperno «περιφρονώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.